πολυφράδμων

πολυφράδμων
πολυφράδμων
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Πολυφράδμων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφράδμων — Τραγικός ποιητής, γιος του ποιητή Φρύνιχου, που έζησε τον 5o αι. π.Χ. Είχε πάρει μέρος σε διαγωνισμό μαζί με τον Αισχύλο και ήρθε τρίτος με το έργο του Λυκουργεία. * * * ον, Α πολυφραδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φράδμων «συνετός, φρόνιμος» (<… …   Dictionary of Greek

  • πολυφράδμονα — πολυφράδμων neut nom/voc/acc pl πολυφράδμων masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολυφράδμονα — Πολυφράδμων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολυφράδμονος — Πολυφράδμων masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφράδμονος — πολυφράδμων gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφραδμοσύνη — ἡ, δωρ. τ. πολυφραδμοσύνα, Α [πολυφράδμων] πολυφραδία* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”